-
1 век
-а (-у), προθτ. о -е, на -у, πλθ. -а και παλ. веки α.1. αιώνας•двадцатый ο εικοστός αιώνας.
2. εποχή•каменный век η λίθινη εποχή•
средние -а ο Μεσαίωνας•
золотой век перикла ο χρυσός αιώνας του Περικλή.
3. πολύς καιρός, χρόνος•век с тобой мы не видались χρόνια και καιρούς (ή ζαμάνια) έχομε να ειδοθούμε•
век живи век -учись παρμ. γηράσκω αεί διδασκόμενος.
4. επίρ. αιώνια, πάντοτε, μόνιμα.εκφρ.- и вечные – αιώνια, εσαεί•на -и вечные – στον αιώνα τον άπαντα•в кои -и – αραιά και που, σπανιότατα•до скончания -а – (εκκλσ.) ως τη συντέλεια του κόσμου•от -а; от -а -ов; испокон ή спокон -ов (-а, -у) – από αιώνες, από αμνημονεύτου?. χρόνους, από καταβολές κόσμου.